- οπώρα
- η см. οπωρικό[ν]
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ὀπώρα — ὀπώρᾱ , ὀπώρα the part of the year between the rising of Sirius and of Arcturus fem nom/voc/acc dual ὀπώρᾱ , ὀπώρα the part of the year between the rising of Sirius and of Arcturus fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀπώρα — Ὀπώρᾱ , Ὀπώρη fem nom/voc/acc dual Ὀπώρᾱ , Ὀπώρη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπώρᾳ — ὀπώρᾱͅ , ὀπώρα the part of the year between the rising of Sirius and of Arcturus fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀπώρᾳ — Ὀπώρᾱͅ , Ὀπώρη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπώρα — η (ΑΜ ὀπώρα, Α και ὁπώρα, ιων. τ. ὀπώρη, λακων. τ. ὀπάρα) εδώδιμος καρπός ξυλώδους ή ποώδους φυτού, φρούτο μσν. αρχ. η εποχή τού έτους από την επιτολή τού Σειρίου μέχρι την επιτολή τού Αρκτούρου, το δεύτερο μέρος τού καλοκαιριού, δηλ. το διάστημα … Dictionary of Greek
οπώρα — η καρπός φυτού που τρώγεται ωμός, αλλ. φρούτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀπώρας — ὀπώρᾱς , ὀπώρα the part of the year between the rising of Sirius and of Arcturus fem acc pl ὀπώρᾱς , ὀπώρα the part of the year between the rising of Sirius and of Arcturus fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κὠπώραν — ὀπώρᾱν , ὀπώρα the part of the year between the rising of Sirius and of Arcturus fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπώραν — ὀπώρᾱν , ὀπώρα the part of the year between the rising of Sirius and of Arcturus fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀπώρας — Ὀπώρᾱς , Ὀπώρη fem acc pl Ὀπώρᾱς , Ὀπώρη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπωρέων — ὀπώρα the part of the year between the rising of Sirius and of Arcturus fem gen pl (epic ionic) ὀπωρεύς masc gen pl ὀπωρέω̆ν , ὀπωρεύς masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)